- -ка
- μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•
ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•
дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•
пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•
скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•
дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.
|| (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•на-ка выпей έλα πιες•
ну-ка садись έλα κάθησε.
|| (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•куплю-ка эту книгу
αγοράσω αυτό το βιβλίο•напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.